Το άνοιγμα των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει εντόνως τα τελευταία χρόνια τον νομοθέτη και την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Το ΚΕΦίΜ χαιρετίζει τη νέα πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε συνταγματική η υπουργική απόφαση που επιτρέπει την ελεύθερη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές σε καθορισμένες περιοχές.
Από την απόφαση του ΣτΕ ξεχωρίσαμε την γνώμη του Προέδρου του Τμήματος, Χρήστου Ράμμου που πιστεύουμε ότι εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις αξίες της ελευθερίας.
Διαβάστε τη μειοψηφούσα γνώμη του τέως Προέδρου του Τμήματος, Χρήστου Ράμμου:
“Η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, θεσπίζει μια θεμελιώδη συνταγματική αξία, συστατική της φυσιογνωμίας της συνταγματικής τάξεως, την οποία το κράτος οφείλει να σέβεται και να προστατεύει και απαγορεύει την χρησιμοποίηση του ανθρώπου ως μέσου για την επίτευξη σκοπών, αλλά δεν έχει την έννοια ότι θεσπίζονται με αυτήν επιμέρους συγκεκριμένα ατομικά δικαιώματα, τα οποία δεν προκύπτουν από άλλα άρθρα του συνταγματικού χάρτη, είτε στο Μέρος Δεύτερο, είτε σε άλλο σημείο του συνταγματικού κειμένου. Εξ άλλου, ναι μεν αποτελεί στοιχείο της κατοχυρούμενου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, δικαιώματος στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας η ύπαρξη ελευθέρου χρόνου και η απόλαυση των αγαθών του, όμως ούτε από την συνταγματική αυτή διάταξη επιτάσσεται στον νομοθέτη η καθιέρωση ορισμένου χρονικού διαστήματος ή συγκεκριμένης ημέρας για την ανάπαυση των εργαζομένων, την αναψυχή τους ή την απόλαυση του οικογενειακού τους βίου.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει μακρά παράδοση της Κυριακής αργίας δεν συνεπάγεται και ότι η εν λόγω παράδοση έχει καταστεί συνταγματική επιταγή. Η ρύθμιση των θεμάτων της διάρκειας του χρόνου εργασίας και της διαθέσεως του ελευθέρου χρόνου των εργαζομένων ανήκει, κατ ‘ αρχήν, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη (άρθρ. 22 παρ. 2 Συντ). Κατά την ρύθμιση, περαιτέρω, των θεμάτων αυτών ο τελευταίος, γνωρίζοντας τις ανάγκες της εθνικής οικονομίας, η προαγωγή της οποίας προδήλως συνιστά ένα εκ των πρωταρχικών θαλπομένων από το Σύνταγμα σκοπών γενικού συμφέροντος, όπως μάλιστα οι ανάγκες αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά την περίοδο της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, την οποία διέρχεται η χώρα επί σειρά ετών, έχει τη διακριτική ευχέρεια να ρυθμίζει το ωράριο λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων, έτσι ώστε αφενός μεν να ενισχύεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός προς όφελος των καταναλωτών, αφετέρου δε να αυξάνεται η εμπορική κίνηση με σκοπό την τόνωση της ανάπτυξης και την δημιουργία θέσεων εργασίας.
Μέσα στα πλαίσια αυτά η καθιέρωση της δυνατότητας ανοίγματος των εμπορικών καταστημάτων ης Κυριακές δεν απαγορεύεται από καμία συνταγματική διάταξη· και μάλιστα δεν απαγορεύεται για όλα ανεξαιρέτως τα εμπορικά καταστήματα και όχι μόνο για τις υπηρεσίες που κατοχυρώνουν την ασφάλεια των πολιτών, τις συγκοινωνίες, την υγεία, την επικοινωνία και την ύδρευση ή για τα τουριστικά καταστήματα, καταστήματα εστίασης και γενικότερα διασκέδασης, στα οποία επιτρέπεται κατά παράδοση από το νομοθέτη η λειτουργία κατά τις Κυριακές όπως έγινε δεκτό με την προαναφερθείσα υπ ‘ αριθμ. 10012017 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει πράγματι κανείς σαφής και πειστικός λόγος που να δικαιολογεί την διαφοροποίηση των εργαζομένων στους τελευταίους αυτούς τομείς από τους λοιπούς εργαζομένους γενικότερα. Έχουν όλοι ανεξαιρέτως το αυτό ακριβώς δικαίωμα σε μια ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, ως στοιχείο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Εφόσον, επομένως, το άνοιγμα των καταστημάτων κατά τις Κυριακές δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα, ο νομοθέτης έχει μεν την ευχέρεια, αλλά όχι και την υποχρέωση να το απαγορεύσει. Αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται αυτονοήτως και υποχρέωση των επιχειρήσεων, οι οποίες δεν το επιθυμούν, να ανοίγουν τα καταστήματά τους αυτά τις Κυριακές. Το ειδικότερο, εξ άλλου, συμφέρον ή και η αδυναμία ορισμένων επιμέρους κατηγοριών εμπορικών επιχειρήσεων (μικροτέρων ή μεγαλυτέρων αδιάφορο) να μην ανοίγουν τα καταστήματά τους τις Κυριακές δεν συνιστά λόγο γενικού συμφέροντος, που δικαιολογεί την επιβολή της απαγόρευσης από το νομοθέτη της λειτουργίας κατά τις Κυριακές και σε όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, που δεν έχουν την αδυναμία αυτή. Η μόνη υποχρέωση, η οποία επιβάλλεται σε συνταγματικό επίπεδο (άρθρ. 5 παρ . 1 πρβλ και άρθρο 21 παρ. 3 Συντ.) στους ιδιοκτήτες των εμπορικών καταστημάτων είναι η παραχώρηση μιας ημέρας αργίας και αναπαύσεως για κάθε εβδομάδα στους εργαζομένους σε αυτά· ημέρα η οποία κατοχυρώνεται ούτως ή άλλως από την εργατική νομοθεσία. Η ημέρα δε αυτή δύναται να είναι η Κυριακή, αλλά δύναται επίσης, εφόσον το επιλέξει ο νομοθέτης θεσπίζοντας έτσι καθεστώς ελευθερίας σε ό,τι αφορά τα ωράρια λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων, να είναι, κατά περίπτωση, μια άλλη ημέρα της εβδομάδας καθοριζόμενη ανάλογα με τις ανάγκες και ειδικότερες συνθήκες της κάθε επιχειρήσεως. Η συναγωγή, περαιτέρω, με βάση μια ερμηνεία του Συντάγματος, η οποία δεν προκύπτει από καμία συγκεκριμένη διάταξή του, ότι πρέπει οι κάτοικοι της χώρας μια συγκεκριμένη ημέρα της εβδομάδας να μην εργάζονται, διότι πρέπει κατά την ειδική αυτή ημέρα να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να απολαμβάνουν τα αγαθά του οικογενειακού βίου και να αναπαύονται, συνιστά ένα πατερναλισμό αντίθετο προς τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του Συντάγματος, σύμφωνα με τον οποίο οι επιλογές αυτές , στις οποίες πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η επιλογή κάποιου να προτιμά να εργάζεται την Κυριακή ή να συμμετέχει στην εμπορική κίνηση και όχι να αναπαύεται, ή να εκκλησιάζεται ή να ευρίσκεται με την οικογένειά του, ανάγονται αποκλειστικά στις ελεύθερες επιλογές των ενδιαφερομένων.
Η Κυριακή αργία, τέλος, όπως και στην Ελλάδα δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς και σε καμία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός της Γερμανίας (άρθρο ·140 του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε συνδυασμό με το διατηρούμενο σε ισχύ άρθρο 139 γερμανικού Συντάγματος του 1919, άλλως Συντάγματος της Βαϊμάρης). Δεν προσήκει, συνεπώς , η επίκληση νομολογιακού προηγουμένου του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για την συναγωγή συμπερασμάτων για τα ισχύοντα στην Ελλάδα.”
Σχετικά άρθρα