Για το ΚΕΦίΜ, η πρόσφατη δικαστική δικαίωση της Σώτης Τριανταφύλλου αποτελεί ορόσημο στον αγώνα για την έμπρακτη κατοχύρωση της ελευθερίας του λόγου, καθώς καταδεικνύει με παραδειγματικό τρόπο το εξαιρετικά προβληματικό περιεχόμενο του λεγόμενου αντιρατσιστικού νόμου και τις δυνατότητες που δίνει να χρησιμοποιηθεί ως μέσο περιορισμού της ελευθερίας του λόγου.
Το ΚΕΦίΜ συνέδραμε ενεργά στην υπόθεση αυτή, καλύπτοντας σημαντικό μέρος των νομικών εξόδων του δικαστικού αγώνα της κ. Τριανταφύλλου, και δεσμεύεται να συνεχίσει τόσο μέσο του δικαστικού ακτιβισμού, όσο και στο πεδίο της μάχης των ιδεών να υπερασπίζεται δυναμικά την ελευθερία του λόγου και τα ατομικά δικαιώματα.
Στο πλαίσιο αυτό, ζητήσαμε από τους δύο συνηγόρους της συγγραφέως, Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο και Κωνσταντίνο Καλλίρη να μας απαντήσουν σε λίγες ερωτήσεις σχετικά με την υπόθεση αυτή και τις συνέπειές της για την ελευθερία του λόγου στην πατρίδα μας. Να τι μας είπαν:
Περιγράψτε μας με λίγα λόγια τη δικαστική πορεία που οδήγησε στην αθώωση της Σώτης Τριανταφύλλου.
Κ.Κ.: Η διαδικασία στο ακροατήριο ήταν σύντομη και δεν πήρε την μορφή ‘δίκης Γαλιλαίου’.
Α.Α.: Η υπόθεση ξεκίνησε από μια μηνυτήρια αναφορά, βάσει της οποίας, κακώς προφανώς, ασκήθηκε ποινική δίωξη από την Εισαγγελέα κ. Ντάικου. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Η΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, όπου η κ. Τριανταφύλλου αθωώθηκε στις 02 Μαΐου 2018. Η αθώωσή της ήταν επιβεβλημένη νομικά.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο πιστεύετε ότι είναι να καταδικαστεί κανείς άδικα βάσει του αντιρατσιστικού νόμου;
Κ.Κ.: Πράγματι, φαίνεται πως οι έλληνες δικαστές αντιλαμβάνονται το διακύβευμα της εφαρμογής του νόμου σε περιπτώσεις απλής έκφρασης γνώμης, ιδίως από ανθρώπους που έχουν μακρά ιστορία στο δημόσιο ή/και επιστημονικό διάλογο. Παρά ταύτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, σε παρόμοιες περιπτώσεις, η ίδια η διαδικασία είναι μια μορφή ποινής. Λειτουργεί ως μέθοδος εκφοβισμού και λογοκρισίας, καθώς είναι εύκολο να υποβάλει κανείς όσες μηνύσεις ή αναφορές επιθυμεί, ελπίζοντας να οδηγηθούν κάποιες στο ακροατήριο. Με αυτό τον τρόπο εργαλειοποιείται όχι μόνο ο νόμος αλλά και η ίδια η ποινική δικαιοσύνη από ομάδες επίδοξων λογοκριτών.
Α.Α.: Αποδεδειγμένα είναι εύκολο να διωχθεί κανείς, αρκετά δυσκολότερο όμως να καταδικαστεί. Διότι τα δικαστήριά μας εξακολουθούν να ανθίστανται στην νομοθετική άλωση της ελεύθερης έκφρασης και απαιτούν στην πράξη πολύ περισσότερα από την απλή έκφραση μιας γνώμης για να προβούν σε καταδίκη του κατηγορουμένου. Ήδη όμως η ζημία που επιφέρεται στην ελεύθερη έκφραση της γνώμης από την κίνηση της ποινικής δίωξης και την παραπομπή είναι πολύ μεγάλη.
Τι σηματοδοτεί η δικαστική δικαίωση της Σώτης Τριανταφύλλου για το μέλλον του νόμου αυτού;
Κ.Κ: Δίχως αμφιβολία, πρόκειται για μια απόφαση που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς στην αξιολόγηση του συγκεκριμένου νόμου. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας οδηγεί σε υπεραισιόδοξα συμπεράσματα. Όπως είδαμε και μετά την αθώωση του Καθηγητή Ρίχτερ, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι στη χώρα μας που δυσκολεύονται ή απλώς αρνούνται να δουν το ζήτημα επί της αρχής. Αντιθέτως, προσεγγίζουν το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου με όρους φατριακούς ή πολεμικούς, γεγονός που τους επιτρέπει να πείθουν τους εαυτούς τους ότι η φίμωση συγκεκριμένων ανθρώπων ή απόψεων δεν πλήττει την ελευθερία της έκφρασης. Αυτοί είναι οι προμαχώνες του συγκεκριμένου νόμου και δεν είναι λίγοι. Η υπόθεση της κ. Τριανταφύλλου ανέδειξε τις αθεράπευτες πληγές που άνοιξε αυτός ο νόμος. Μένει να δούμε αν υπάρχει θεραπεία – ή μάλλον ικανός θεραπευτής.
Α.Α.: Δεδομένου ότι πρόκειται για μια επιφανή συγγραφέα και δημοσιογράφο, καταδείχθηκε ακόμη και στους εθελότυφλους η επικινδυνότητα του νόμου, ενός νόμου που, όπως πολλοί εξ ημών είχαν προβλέψει, χρησιμοποιείται από τον κάθε φιλόδικο και κακόπιστο μηνυτή για να επιβάλει την φίμωση όσων απόψεων δεν του είναι αρεστές. Η υπόθεση της κ. Τριανταφύλλου έχει αποκτήσει ήδη παραδειγματική σημασία στον αγώνα για την κατάργηση κάθε μισαλλόδοξου νομοθετήματος.
Ως νομικοί αλλά και ενεργοί πολίτες, ποια είναι η γνώμη σας σχετικά με τη χρησιμότητα τέτοιων νόμων;
Κ.Κ.: Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η χώρα μας δεν είχε υποχρέωση να εφαρμόσει όσα περιγράφονταν στην Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ ‘για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου’, αν δεν ήταν συμβατά με τις συνταγματικές ελευθερίες και τις θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής έννομης τάξης. Αυτή η (σπάνια) δυνατότητα δινόταν στα Κράτη-Μέλη ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας παρόμοιων ποινικών νόμων. Δυστυχώς, ο έλληνας νομοθέτης όχι μόνο παρέκαμψε αυτή την έμμεση συμβουλή αλλά κατέληξε σε ένα ατυχέστατο νομοτεχνικά κείμενο, του οποίου τις συνέπειες βιώνουμε έκτοτε. Αν ένας νόμος είναι τόσο καλός όσο η χειρότερη δυνατή εφαρμογή του, δεν υπάρχει αμφιβολία για το πόσο κακός είναι ο λεγόμενος αντιρατσιστικός. Το ποινικό μας οπλοστάσιο προσφέρει τη δυνατότητα αυστηρότερης τιμώρησης εγκλημάτων που διαπράττονται με ρατσιστικά, ομοφοβικά, σεξιστικά και άλλα παρόμοιας ηθικής απαξίας κίνητρα, δίχως τη δημιουργία ψευδεγκλημάτων που δοκιμάζουν τα όρια του ποινικού δόγματος και της συνταγματικής τάξης.
Α.Α.: Όσες πράξεις έπρεπε και πρέπει να τιμωρούνται, προβλέπονταν ήδη ως εγκλήματα από άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, συχνά μάλιστα με τρόπο υπερβολικό. Κατά συνέπεια, ο αντιρατσιστικός νόμος δεν προσφέρει τίποτα επί της ουσίας, ει μη μόνον την ικανοποίηση διαφόρων ιδεοληψιών. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση αντιφιλελεύθερης νομοθεσίας, που παραβιάζει ατομικά δικαιώματα.
Ο δικαστικός ακτιβισμός του ΚΕΦίΜ στην περίπτωση αυτή πέτυχε πλήρως τον στόχο του. Σε ποια άλλα πεδία πιστεύετε ότι χρειάζεται τέτοιου είδους δράση για την προάσπιση των ατομικών ελευθεριών έναντι παρόμοιων νόμων;
Κ.Κ.: Η προάσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας γίνεται παντού, συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών αιθουσών. Συνεπώς, η στήριξη του ΚΕΦίΜ ήταν σημαντική και πλήρως εναρμονισμένη με την αποστολή του. Αλλά, όπως προανέφερα, η κύρια μάχη πρέπει να δοθεί στο πεδίο των ιδεών: είναι πιο απαραίτητο από ποτέ να αναδειχθεί η ηθική, πολιτική και επιχειρηματολογική γύμνια των εχθρών της ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Το ΚΕΦίΜ έχει την ευκαιρία και τη δυνατότητα να ηγηθεί αυτού του ειρηνικού αγώνα κατά του ανορθολογισμού, του λαϊκισμού και της μισαλλοδοξίας, όπως κι αν μασκαρεύονται κατά περίσταση.
Α.Α.: Η στήριξη του ΚΕΦΙΜ υπήρξε μεγάλης σημασίας τόσο για την κατηγορουμένη, όσο και για την υπεράσπιση. Η δικαστική μας νίκη ανοίγει τον δρόμο και για άλλους αγώνες, ώστε να αμφισβητηθούν και να ηττηθούν επί δικαστηρίου και άλλες παρόμοιες διατάξεις. Μέσω της συμβολικής υιοθέτησης, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, κατηγορουμένων σε δίκες μεγάλου ενδιαφέροντος, όπου δοκιμάζεται το κράτος δικαίου, το ΚΕΦΙΜ μπορεί να συμβάλει ενεργά στην κατίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων.
Σχετικά άρθρα